-
1 διοικιζω
1) расселять, селить врозь(κατὰ κώμας τινάς Dem., Diod.; τὸν ὄχλον ἐκ τοῦ ἄστεως ἀπελαύνειν καὴ δ. Arst.; τινὰς ἐκ μιᾶς πόλεως εἰς πλείους Polyb.)
διῳκίσθη ἥ Μαντίνεια τετραχῇ Xen. — население Мантинеи было расселено по четырем областям2) med. переселяться, переезжать